- νωτοβατώ
- νωτοβατῶ, -έω (Α)1. (για την οχεία τών ζώων) επιβαίνω στα νώτα, στη ράχη, καβαλικεύω2. περνώ πάνω από τα νώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. καρκινο-βατώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.